ἕστηκα

ἕστηκα
perf. стою

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ἕστηκα" в других словарях:

  • ἕστηκα — ἵστημι make to stand perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστήκασι — ἑστήκᾱσι , ἵστημι make to stand perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑστήκασιν — ἑστήκᾱσιν , ἵστημι make to stand perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕστηκ' — ἕστηκα , ἵστημι make to stand perf ind act 1st sg ἕστηκε , ἵστημι make to stand perf imperat act 2nd sg ἕστηκε , ἵστημι make to stand perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕστηχ' — ἕστηκα , ἵστημι make to stand perf ind act 1st sg ἕστηκε , ἵστημι make to stand perf imperat act 2nd sg ἕστηκε , ἵστημι make to stand perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Перфект — или прошедшее совершенное особый вид прошедшего времени. Основное первичное значение П., по определению Кольманна ( Ueber das Verhältniss der Tempora des lateinischen Verbums zu denen des griechischen , Эйслеб., 1881), есть выражение известного… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Zeta — (uppercase Ζ, lowercase ζ; el. Ζήτα IPA| [ziːta] Zita) is the sixth letter of the Greek alphabet. In the system of Greek numerals it has a value of 7. It was derived from the Phoenician letter Zayin . Unlike the other Greek letters, this letter… …   Wikipedia

  • Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… …   Wikipedia

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • στήκω — ΜΑ και στήγω Α στέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. ενεστ. σχηματισμένος από τον παρακμ. ἕστηκα τού ἵστημι] …   Dictionary of Greek

  • τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»